ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

ανύπαντρος σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
ανύπαντρος

egyedülálló◼◼◼

agglegény

hajadon

nőtlen

ανύπαντρος γονέας

egyedülálló apuka