ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

foglalkoztatottság σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
foglalkoztatottság

απασχόληση◼◼◼

εργασία◼◻◻

χρήση◼◻◻

πρόσληψη

foglalkoztatottsági szerkezet

δομή της απασχόλησης

foglalkoztatottsági szint hatása

επίπτωση στο επίπεδο απασχόλησης

Το ιστορικό σας