ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

fog σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
kérem foglaljon helyet

παρακαλώ καθίστε

kereskedelem és fogyasztás

εμπορία και κατανάλωση

kézfogás

χειραψία

kézzelfogható

απτός◼◼◼

ψηλαφητός

ki fogom húzni ezt a fogat

θα χρειαστεί να αφαιρέσω αυτό το δόντι

kifogás

εξαίρεση◼◼◼

λήψη◼◼◻

δικαιολογία◼◻◻

αφορμή

ενόχληση

η πρόφαση, η δικαιολογία

kifogások...

δικαιολογίες...

kifogásol

αντικείμενο◼◼◼

kifogástalan

άψογος (-η-ο)

kifogott halmennyiség

αλιευτική απόδοση

kifogyhatatlan

ανεξάντλητος

αστείρευτος

kifogyott a benzinünk

έχουμε ξεμείνει από βενζίνη

kipufogó berendezés

διάταξη εξάτμισης

kipufogócső

εξάτμιση◼◼◼

kipufogógáz

καυσαέριο/αέριο εξάτμισης

kőolajfogyasztás

κατανάλωση πετρελαίου◼◼◼

környezeti érzékelés/felfogás

περιβαλλοντική αντίληψη

környezeti felfogás

αντίληψη του περιβάλλοντος/(ιδεατή) εικόνα

környezeti foglalkozás

περιβαλλοντικό επάγγελμα

közigazgatási foglalkozás

απασχόληση στον διοικητικό κλάδο

le fogom tenni (férfit)

θα τον περάσω

le fogom tenni (nőt)

θα την περάσω

le kell foglalnunk?

πρέπει να κλείσουμε;

lefoglal

επιφύλαξη◼◼◼

κατάσχω

κλείνω (-σω)

lefoglalás

κατάσχεση◼◼◼

lefoglalt

δεσμευμένος◼◼◼

lefogy

αδυνατίζω (-σω)

lehet, hogy esni fog

μπορεί να βρέξει

lejárat előtt fogyasztandó

ημερομηνία λήξης

lemondani a foglalást

ακυρώνω μια κράτηση

letört egy fogam

έχω σπάσει ένα δόντι

891011

Το ιστορικό σας