ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

ενόχληση σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
ενόχληση

zavar◼◼◼

kellemetlenség◼◻◻

kifogás◼◻◻

baj

bosszúság

zaklatás

παρενόχληση

zaklatás◼◼◼