ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

fen σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
fenntart

κρατώ

fenntartás

διατήρηση◼◼◼

επιφύλαξη◼◼◼

κράτηση◼◻◻

(τεχνική) συντήρηση

fenntartás (műszaki)

συντήρηση◼◼◼

(τεχνική) συντήρηση

fenntartásaim vannak

έχω επιφυλάξεις / επιφυλάσσομαι (-χθώ) (+ για vmivel kapcsolatban)

fenntartható

αειφόρος◼◼◼

διατηρήσιμος

fenntartható fejlődés

αειφόρος ανάπτυξη◼◼◼

fenntarthatóság

βιωσιμότητα◼◼◼

αειφορία◼◼◻

διατηρησιμότητα◼◼◻

fenntarthatósági elv

αρχή της βιωσιμότητας

fenntartott

κλειστός◼◼◼

ρεζερβέ

Fenol

Φαινόλη◼◼◼

fenomén

φαινόμενο

fenomenológia

φαινομενολογία

fenotípus

φαινότυπος◼◼◼

fenség

μεγαλειότητα

fent

ανωτέρω◼◼◼

πάνω◼◼◻

(ε)πάνω◼◻◻

fent, fel

πάνω

fenti

ανωτέρω◼◼◼

πάνω◼◼◻

υπεράνω

fény

Φως◼◼◼

φως (fos)◼◼◼

το φως (tsz: φώτα)◼◼◼

ακτινοβολία◼◼◻

φανός◼◼◻

αίσθημα

θάμβος

λάμπα

λαμπρότητα

ανοιχτός

αχνός

123

Το ιστορικό σας