ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

φαινόμενο σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
φαινόμενο

jelenség◼◼◼

hatás◼◼◻

okoz◼◻◻

következmény◼◻◻

elér◼◻◻

effektus◼◻◻

eredményez◼◻◻

hatály◼◻◻

kivált

fenomén

tünemény

φαινόμενο θερμοκηπίου

üvegházhatás◼◼◼

Φαινόμενο Ντόπλερ

Doppler-effektus

φαινόμενο της πεταλούδας

pillangóhatás

Φαινόμενο του θερμοκηπίου

Üvegházhatás◼◼◼

φαινόμενο του θερμοκηπίου

globális felmelegedés

αέριο (που προκαλεί το φαινόμενο) του θερμοκηπίου

üvegházhatású gáz