ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

fed σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
fed

κάλυψη◼◼◼

κάλυμμα◼◼◻

καλύπτρα◼◻◻

καπάκι◼◻◻

σκέπη◼◻◻

καλύπτω

σκεπάζω

feddhetetlen

λευκό◼◼◼

άψογος

αναμάρτητος

ανεπίληπτος

αψεγάδιαστος

Federico Fellini

Φεντερίκο Φελίνι

fedett

καλυμμένος

fedez

κάλυψη◼◼◼

υπηρεσία◼◼◻

εξυπηρέτηση◼◻◻

fedezet

κάλυψη◼◼◼

ασφάλεια◼◼◼

εγγύηση◼◼◻

αξία◼◼◻

ενέχυρο◼◻◻

προμήθεια◼◻◻

προκαταβολή

χρεόγραφο

fedezék

κάλυψη◼◼◼

fedezés

κάλυψη◼◼◼

προστασία◼◻◻

fedél

κάλυμμα◼◼◼

καπάκι◼◼◻

πώμα◼◼◻

κάλυψη◼◻◻

εξώφυλλο◼◻◻

fedélzet

επιτροπή◼◼◼

το κατάστρωμα◼◼◻

συμβούλιο◼◼◻

γέφυρα◼◻◻

πίνακας◼◻◻

διατροφή◼◻◻

σίτιση◼◻◻

12