ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

καλύπτω σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
καλύπτω

beborít

fed

ανακαλύπτω

felfedez

αποκαλύπτω

elárul

közzétesz

αποκαλύπτω (-ψω)

leleplez

συγκαλύπτω

álca

álcáz

álcázás