ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

far σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
far

οπίσθια◼◼◼

πρύμνη◼◼◼

πίσω από◼◼◻

farag

γλύφω

σκαλίζω

faragatlan

άξεστος

faragás

γλυπτό◼◼◼

farizeus

φαρισαίος

farkas

λύκος (ο)◼◼◼

λύκαινα

Farkas

Βόλφγκανγκ

Farkas csillagkép

Λύκος (αστερισμός)

farkasalma

Αριστολοχία

farkasember

λυκάνθρωπος

farkaskölyök

λυκάκι

λυκόπουλο

Farkos kétéltűek

Σαλαμάνδρα

farm

αγρόκτημα

farmakológia

φαρμακολογία◼◼◼

farmakológia/gyógyszertan

φαρμακολογία

farmakovigilancia

φαρμακοεπαγρύπνηση◼◼◼

farmer

τζην◼◼◼

αγρότης

αγρότισσα

γεωργός

τζιν

το τζιν, το μπλου-τζιν

farmer / gazda

αγρότης

farmernadrág

τζιν

farok

ουρά◼◼◼

πούτσα

ψωλή

farok, sor

ουρά (η)

farsang

καρναβάλι◼◼◼

Αποκριά

farész

ξύλωμα

ceruzafaragó

ξύστρα

cickafark

αχίλλεια◼◼◼

αγριαψιθιά

emberfarkas

λυκάνθρωπος

12

Το ιστορικό σας