ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

főz σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
főz

βραστό◼◼◼

βράζω

μάγειρας

μαγειρεύω (-ψω)

παρασκευάζω

ψήνομαι

főzni

μποξεράκι

főzés

βράσιμο◼◼◼

μαγειρική◼◻◻

főző

κουζίνα◼◼◼

főzőlap

αέριο◼◼◼

főzőtt bab

ψητά φασόλια

forral, főz

βράζω

kávéfőző

καφετιέρα

szeszfőzde

αποστακτήριο◼◼◼

sörfőzde

ζυθοποιείο◼◼◼

sütés-főzés

μαγειρική

teafőzet

αφέψηση◼◼◼

Το ιστορικό σας