ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

μαγειρική σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
μαγειρική

főzés◼◼◼

konyha◼◼◼

konyhaművészet◼◼◼

sütés-főzés