Vänligen aktivera javascript för att använda ordbok! Hur aktiverar jag javascript?
βραστό▼◼◼◼
βράζω▼
μάγειρας▼
μαγειρεύω (-ψω)▼
παρασκευάζω▼
ψήνομαι▼
μποξεράκι▼
βράσιμο▼◼◼◼
μαγειρική▼◼◻◻
κουζίνα▼◼◼◼
αέριο▼◼◼◼
ψητά φασόλια▼
καφετιέρα▼
αποστακτήριο▼◼◼◼
ζυθοποιείο▼◼◼◼
μαγειρική▼
αφέψηση▼◼◼◼
↑