ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

elbír σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
elbír

(súlyt) σηκώνω (-σω), (elvisel) αντέχω (-ξω)

παίρνω

Το ιστορικό σας