ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

(súlyt) σηκώνω (-σω), (elvisel) αντέχω (-ξω) σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
(súlyt) σηκώνω (-σω), (elvisel) αντέχω (-ξω)

elbír