ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

el σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
eldugult a lefolyó

βούλωσε η αποχέτευση

elé

πριν από◼◼◼

πριν◼◼◻

ενώπιον◼◼◻

μπροστά◼◻◻

εμπρός◼◻◻

Eleai Zénón

Ζήνων ο Ελεάτης

eledel

τροφή◼◼◼

ζωοτροφή◼◻◻

elefánt

ελέφας◼◼◼

ελέφαντας (eléfantas)

ο ελέφαντας

elefántcsont

ελεφαντόδοντο/ελεφαντοστό

ιβουάρ

φίλντισι

Elefántfélék

Ελέφαντας

elefántfóka

θαλάσσιος ελέφαντας

elég

κάλυψη◼◼◼

επαρκής◼◼◻

επαρκώς◼◼◻

όντως◼◼◻

μάλλον◼◼◻

εναλλακτικός◼◻◻

(elegendő) αρκετός (-ή-ό)

αρκετός

αρκώ

καίω

κάλυμμα

κάμποσος

καύση

φτάνει

elég, elegendő

αρκεί

elég gyakran

αρκετά συχνά◼◼◼

elég rövidre

αρκετά κοντά

elég!

φτάνει!

elég, elég sok

αρκετός (-ή-ό)

elegancia

κομψότητα◼◼◼

elegáns

γλαφυρός

κομψός

eleged van az utazásból?

σε πιάνει ναυτία όταν ταξιδεύεις;

2345

Το ιστορικό σας