ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

el σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
eladó

πωλείται

υπο προσφορά

eladó (elárusító)

ο πωλητής (η πωλήτρια)◼◼◼

eladó / eladónő

πωλητής / πωλήτρια

eladó a kocsi?

πωλείται το αμάξι;

eladó aszisztens

πωλητής / πωλήτρια

eladónő

πωλήτρια

eladva

πουλήθηκε

elágazás

διακλάδωση◼◼◼

διχάλα◼◻◻

elájul

λιποθυμώ (-ήσω)

eláll

stop◼◼◼

elállt a szél

ο άνεμος έπεσε

elállt az eső

σταμάτησε να βρέχει

elálmosodik

νυστάζω (-ξω)

elalszik

(ember) κοιμάμαι (-ηθώ)

αποκοιμιέμαι

Elám

Ελάμ

eláraszt

πλημμυρίζω

elárul

αποκαλύπτω

προδίδω (προδώσω)

φανερώνω

elárultad a barátaidat!

πρόδωσες τους φίλους σου!

elárusítónő

κορίτσι

πωλήτρια

elasztomer

ελαστομερές◼◼◼

elátkozott

καταραμένος

elavulás

παλαίωση◼◼◼

elavult

παρωχημένος◼◼◼

απαρχαιωμένος◼◻◻

elavult üzem

απηρχαιωμένη μονάδα

eláztat (→ βρέχομαι elázik)

βρέχω

Elba

Έλβας

elbeszél

διηγούμαι

elbeszélés

αφήγηση

διήγημα

ιστορία

παραμύθι

elbeszélő

αφηγητής

elbír

(súlyt) σηκώνω (-σω), (elvisel) αντέχω (-ξω)

123

Το ιστορικό σας