ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

el σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
elbír

παίρνω

elbitorol

καταχρώμαι

elbizakodott

ψωνισμένος

elbocsát

απόλυση◼◼◼

(állásból) απολύω (-σω)

elbocsátani

να απολύσω

elbocsátás

απόλυση◼◼◼

τέλος◼◻◻

καθαίρεση

elbocsátási időtartam

προθεσμία

elboldogulok az ...

μπορώ να συνεννοηθώ στα ...

elbúcsúzás

αντίο

αποχαιρετισμός

elbúcsúzik

αποχαιρετώ (-άω, -ήσω) (+tárgyeset vktől)

elbújik

κρύβομαι (-φτώ)

κρύβω

υποκρύπτω

elbukik

κατρακυλώ

elbutulás

άνοια◼◼◼

elbűvöl

γοητεύω

elbűvölő

γοητευτικός

θελκτικός

συναρπαστικός

χαριτωμένος

elcsap

απολύω

elcsépelt

τετριμμένος

elcserél

ανταλλαγή◼◼◼

αντάλλαγμα

ανταλλάσσω

elcsuklik

σπάω

elcsúszik

γλιστρώ (-άω, -ήσω)

eldob

πετώ (-άω, -άξω), ρίχνω (ρίξω)

eldobható

μιας χρήσης◼◼◼

διαθέσιμος

eldobható pelenka

γείτσες (μετά από ένα φτέρνισμα)

πάνες μιας χρήσης

eldönt

αποφασίζω (-σω), κρίνω

eldug

κρύβω (-ψω)

eldug, elrejt, titkol (→

κρύβω

eldugul

φράζω

1234

Το ιστορικό σας