ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

elöl σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
elöl

εμπρός◼◼◼

elöl, elé

μπροστά

elöljáró

πρόθεση

elöljárószó

πρόθεση

elölt

σβήνω

erre (irány jelölésénél)

από δω, προς τα δω

felölel

κάλυψη◼◼◼

felöltözik

ντύνομαι (-θώ)

felöl

πανωφόρι◼◼◼

παλτό

jelöl

σήμα◼◼◼

οριστική◼◼◻

ενδεικτικός◼◻◻

jelölt

υποψήφιος◼◼◼

αιτών◼◻◻

αιτούμενος◼◻◻

αιτούσα

jelöltség

υποψηφιότητα◼◼◼

jelölés

σημείωση◼◼◼

σημειογραφία◼◼◼

συμβολισμός◼◼◼

jelölőnyelv

γλώσσα σήμανσης◼◼◼

kitűzés/kijelölés

ευθυγράμμιση/χάραξη

megjelöl

σήμα◼◼◼

αγροτεμάχιο◼◻◻

Το ιστορικό σας