ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

οριστική σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
οριστική

jelez◼◼◼

jelöl◼◼◼

utal◼◼◼

kijelentő mód

περιοριστική

korlátozó◼◼◼

megszorító◼◼◻

τελική (οριστική) αποθήκευση

végső tárolás