ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

elégtelen σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
elégtelen

ανεπαρκής◼◼◼

ανεπαρκής (-ής-ές), (osztályzat) ανεπιτυχώς◼◼◼

ελλιπής◼◻◻

ατελής

ελλειμματικός

elégtelenség

ανεπάρκεια◼◼◼

Το ιστορικό σας