ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

ελλειμματικός σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
ελλειμματικός

elégtelen

ο λογαριασμός σας είναι ελλειμματικός

a számlája túldiszponált (túllépte a hitelkeretet)