ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

dal σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
kettős hulladékgazdálkodás

διπλή διαχείριση (των) αποβλήτων

konszolidál

ταμείο◼◼◼

környezetbarát gazdálkodás

φιλική για το περιβάλλον διαχείριση

környezetgazdálkodás

περιβαλλοντική διαχείριση◼◼◼

környezeti aggodalom

περιβαλλοντικό άγχος

kulturális forradalom

Πολιτιστική Επανάσταση◼◼◼

πολιτιστική επανάσταση◼◼◼

kuplungpedál

συμπλέκτης◼◼◼

lakodalom

γάμος

lakossági/társadalmi vita

δημόσια συζήτηση

lelkifurdalás

οι τύψεις

τύψη (η, tsz. -εις)

lelkifurdalásom van

νιώθω τύψεις/ενοχή

medál

μετάλλιο

medália

μετάλλιο

megakadályoz

αποτρέπω

παρεμποδίζω

mellkasi fájdalom

πόνος στο στήθος

nagy francia forradalom

Γαλλική Επανάσταση

nagyüzemi gazdálkodás

βιομηχανική καλλιέργεια/εργοστασιακή κτηνοτροφία

ne felejtse, hogy a ... oldalon vezetünk

θυμηθείτε να οδηγείτε στα ...

oldal

σελίδα◼◼◼

πλευρά◼◼◼

μέρος◼◼◻

ιστοσελίδα◼◼◻

εγκατάσταση◼◻◻

χώρος◼◻◻

τόπος◼◻◻

έξω◼◻◻

πλάι◼◻◻

πλευρό◼◻◻

έδρα◼◻◻

μεταίχμιο◼◻◻

πρόσωπο◼◻◻

ιστότοπος◼◻◻

δείκτης◼◻◻

άκρη◼◻◻

ακμή◼◻◻

μεριά

χέρι

4567

Το ιστορικό σας