ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

besorol σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
besorol

κλάση◼◼◼

είδος◼◼◻

κατηγορία◼◼◻

σειρά◼◼◻

θέση◼◻◻

κωδικός◼◻◻

τάξη◼◻◻

besorolás

βαθμίδα◼◼◼

τάξη◼◼◻

βαθμός◼◻◻

τοποθέτηση◼◻◻

κλιμάκιο

Το ιστορικό σας