ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

bátor σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
bátor

ανδρείος

ανδρειωμένος

αντρίκειος

απότολμος

γενναίος

γενναίος (-α-ο)

εξωφρενικός

θαρραλέος

τολμηρός

bátorság

ανδρεία

θάρρος

κουράγιο

σθένος

τόλμη

bátortalan

κλειστός

ντροπαλός

bátorít

παρακινώ

bátorítás

ενθάρρυνση◼◼◼

προτροπή◼◻◻

παρακίνηση

παρότρυνση

inkubátor

επωαστήρας◼◼◼

εκκολαπτήριο◼◼◻

θερμοκοιτίδα◼◼◻

Το ιστορικό σας