Pentru folosirea dicţionarului te rog permite JavaScript! Cum?
ανδρείος▼
ανδρειωμένος▼
αντρίκειος▼
απότολμος▼
γενναίος▼
γενναίος (-α-ο)▼
εξωφρενικός▼
θαρραλέος▼
τολμηρός▼
ανδρεία▼
θάρρος▼
κουράγιο▼
σθένος▼
τόλμη▼
κλειστός▼
ντροπαλός▼
παρακινώ▼
ενθάρρυνση▼◼◼◼
προτροπή▼◼◻◻
παρακίνηση▼
παρότρυνση▼
επωαστήρας▼◼◼◼
εκκολαπτήριο▼◼◼◻
θερμοκοιτίδα▼◼◼◻
↑