ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

apáca σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
apáca

αδελφή

καλόγρια

μοναχή

apácafőnöknő

ηγουμένη

apácalúd

αγριόχηνα

apácazárda

μονή

μοναστήρι