ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

amper σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
amper

αμπέρ◼◼◼

Amper

Αμπέρ (μονάδα μέτρησης)◼◼◼

amperóra

αμπερώριο◼◼◼

Tampere

Τάμπερε