ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

öt σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
kötél

καλώδιο◼◻◻

κάλως

παλαμάρι

σιτζίμι

kötény

ποδιά◼◼◼

μοσχοκάρυδο

kötés

πλέξιμο◼◼◼

σύνδεση◼◼◻

δέσμευση◼◼◻

δεσμός◼◻◻

εγγύηση◼◻◻

επίδεσμος◼◻◻

συνένωση◼◻◻

ομόλογο

πλεκτό

συνενώνω

σύνδεσμος

kötözés

δέσιμο◼◼◼

kötőfék

καπίστρι◼◼◼

kötőhártya

επιπεφυκώς◼◼◼

kötőhártya-gyulladás

επιπεφυκίτιδα

kötőjel

παύλα◼◼◼

ενωτικό◼◼◻

kötőmód

υποτακτική

kötőszó

σύζευξη

σύνοδος

kötőszövet

συνδετικός ιστός◼◼◼

συνδετικός ιστός (syndetikós istós)

között

μεταξύ◼◼◼

ανάμεσα◼◻◻

ανάμεσα (σε), μεταξύ (+ Β)◼◻◻

αναμεταξύ

küldött

αντιπρόσωπος◼◼◼

απεσταλμένος◼◼◼

küldöttség

αντιπροσωπεία◼◼◼

αποστολή◼◼◻

lekötelez

υποχρεώνω

υποχρεώνω (-σω)

leköteleztél

με υποχρέωσες

lenyűgözött bennünket Budapest szépsége

εντυπωσιαστήκαμε από την ομορφιά της Βουδαπέστης

4567

Το ιστορικό σας