ελληνικά | ουγγρικά |
---|---|
μεταξύ | közé◼◼◼ közt◼◼◼ között◼◼◼ |
μεταξύ άλλων | többek közt◼◼◼ |
(ezalatt) εν τω μεταξύ | |
(ημερήσιες παλίνδρομες) μετακινήσεις μεταξύ κατοικίας | |
αλληλεπίδραση μεταξύ Γης και Ηλίου | |
ανάμεσα (σε), μεταξύ (+ Β) | között◼◼◼ |
ανάμεσα στα δύο κτίρια / μεταξύ των δύο κτιρίων | |
αναμεταξύ | |
δανεισμός μεταξύ βιβλιοθηκών | |
εμπόριο (εμπορικές συναλλαγές) μεταξύ Aνατολής και Δύσης | |
εν τω μεταξύ | közben◼◼◼ mindeközben◼◻◻ |
εντωμεταξύ | időközben◼◼◼ eközben◼◼◻ mindeközben◼◻◻ |
καλό μεσημέρι (χρησιμοποιείται μεταξύ τις 12 π.μ και τις 6 μ.μ) |