ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

παύλα σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
παύλα

kötőjel◼◼◼

gondolatjel◼◻◻

vágta

τελεία και παύλα

pont◼◼◼