ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

önt σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
önt

εσάς◼◼◼

ποτίζω

χέω

χύνω

öntelt

αυτάρεσκος

ματαιόδοξος

υπερόπτης

ψωνισμένος

önteltség

αλαζονεία

ματαιοδοξία

υπεροψία

öntvény

γύψος

öntés

καλούπωμα◼◼◼

öntöde

χυτήριο◼◼◼

öntöttvas

χυτοσίδηρος◼◼◼

Öntöttvas

Χυτοσίδηρος◼◼◼

öntöz

νερό◼◼◼

ποτίζω

υδρóβιóς

öntözés nélküli

ξηρική καλλιέργεια

öntözés nélküli (száraz) gazdálkodás

ξηρική καλλιέργεια

öntözéses gazdálkodás

αρδευτική καλλιέργεια

öntözőcső

φίδι

öntözőrendszer

αρδευτικό σύστημα/σύστημα άρδευσης

öntőforma

καλούπι◼◼◼

a szeptember 4-én kelt levelére reagálva, a késedelmes számlájával kapcsolatban kerestem meg önt.

σας γράφω για να απαντήσω στο γράμμα που μου στείλατε στις 4 σεπτεμβρίου σχετικά με ένα υπερήμερο τιμολόγιο.

az orvos kész fogadni önt

ο / η γιατρός είναι έτοιμος να σας δει

beöntés

υποκλυσμός◼◼◼

dönt

βάση◼◼◼

παύση◼◼◻

υπόλοιπο◼◻◻

διακοπή◼◻◻

δικαστής◼◻◻

ανάπαυση

αποφασίζω (-σω)

döntetlen

ζωγραφίζω

η ισοπαλία

κλήρωση

σχεδιάζω

döntetlen játék / döntetlen mérkőzés

να έρθω ισοπαλία

12

Το ιστορικό σας