ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

ó σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
acidózis

οξέωση◼◼◼

adakozó

δότης

adaptáció

προσαρμογή◼◼◼

διασκευή◼◼◻

adatfeldolgozó rendszer

σύστημα επεξεργασίας δεδομένων◼◼◼

adathordozó

φορέας δεδομένων◼◼◼

adatok a környezet állapotáról

δεδομένα (στοιχεία) σχετικά με την κατάσταση

adatrögzítési módszer

τεχνική εγγραφής (αποθήκευσης) δεδομένων

addikció

εξάρτηση◼◼◼

εθισμός

adminisztráció

διαχείριση◼◼◼

διοίκηση◼◼◼

adminisztrációs

διοικητικός◼◼◼

adok önnek egy injekciót

θα σας κάνω μια ένεση

ADSL havi 7 euróért

ADSL με 7 ευρώ το μήνα

adszorpció

προσρόφηση◼◼◼

adó

φόρος◼◼◼

τέλος◼◼◻

φορολογικός◼◼◻

δασμός◼◻◻

πομπός◼◻◻

αναμεταδότης

θησαυρός

φορολογώ

adóalany

φορολογούμενος◼◼◼

adócsalás

φοροδιαφυγή◼◼◼

adódik

συμβαίνει◼◼◼

adóelkerülés

φοροδιαφυγή◼◼◼

adófizető

φορολογούμενος◼◼◼

φορολογουμένη

adóhatóság

εφορία◼◼◼

adóhivatal

εφορία◼◼◼

adókijátszás

φοροδιαφυγή◼◼◼

adóköteles

φορολογητέος◼◼◼

adómentes

αφορολόγητος (-η-ο)

adómentes jövedelem

αφορολόγητο εισόδημα

adómentes vásárlás

αφορολόγητα

adómentesség

φοροαπαλλαγή◼◼◼

Adónisz

Άδωνις

adóparadicsom

φορολογικός παράδεισος

4567

Το ιστορικό σας