ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

προσρόφηση σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
προσρόφηση

adszorpció◼◼◼

felszívódás◼◻◻

χημειο(προσ)ρόφηση

kemoszorpció