ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

érzés σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
érzés

αίσθηση◼◼◼

αίσθημα◼◼◻

(érzelem is) το συναίσθημα, το αίσθημα, (benyomás) η αίσθηση

συναίσθημα

érzéstelenítés

αναισθησία◼◼◼

érzéstelenítő

αναισθητικό◼◼◼

agyvérzés

εγκεφαλικό◼◼◼

η εγκεφαλική συμφόρηση

az az érzésem, hogy...

έχω την αίσθηση ότι...

együttérzés

συμπάθεια◼◼◼

ευσπλαχνία

συμπόνια

megérzés

διαίσθηση

ösztönös megérzés

διαισθηση

Το ιστορικό σας