ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

αναισθητικό σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
αναισθητικό

érzéstelenítő◼◼◼

altatószer◼◻◻

kábító◼◻◻

narkotikum◼◻◻