ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

ανακτώ σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
ανακτώ

felépül

kihever

kártalanít

meggyógyul

visszakap

visszanyer

visszaszerez

αγανακτώ (-ήσω), εξοργίζομαι (-στώ)

felháborodik