ελληνικά | ουγγρικά |
---|---|
στοπ | |
στο πανεπιστήμιο | az egyetemen◼◼◼ |
στο παρελθόν | régen◼◼◼ |
(hivatal) το πιστοποιητικό, (iskolai) το ενδεικτικό | |
έκδοση πιστοποιητικού ποιότητας | |
βελτιστοποίηση | teljesítmény◼◻◻ teljesítés◼◻◻ elvégzés◼◻◻ |
Βελτιστοποίηση ηλεκτροπαραγωγής | |
γνωστοποίηση | közlés◼◼◼ |
γνωστοποιώ | értesít◼◼◼ |
δυστοπία | |
ελαχιστοποίηση της βλάβης (ζημίας) | |
ελαχιστοποίηση των επιπτώσεων | |
η βεβαίωση, η πιστοποίηση, (bizonyítvány) το πιστοποιητικό | |
πιστοποίηση | hitelesítés◼◼◼ |
πιστοποίηση της ποιότητας | |
πιστοποίηση της ποιότητας/έκδοση πιστοποιητικού ποιότητας | |
πιστοποίηση/χορήγηση (έκδοση) πιστοποιητικού/βεβαίωση | |
πιστοποιητικό | bizonyítvány◼◼◼ tanúsítvány◼◼◼ igazolás◼◼◼ okmány◼◼◻ okirat◼◼◻ igazolvány◼◻◻ oklevél◼◻◻ kimutatás◼◻◻ jogosítvány◼◻◻ |
πιστοποιώ | képesít◼◼◼ |
ρευστοποίηση | |
ρευστοστερεά κλίνη/ρευστοποιημένο στρώμα |