ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

megállít σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
megállít

στάση◼◼◼

ανάσχεση◼◼◻

παύω

σταματώ

στοπ

megállítottak és ellenőrizték az irataimat

με σταμάτησαν και έκαναν έλεγχο στα χαρτιά μου

Το ιστορικό σας