ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

teljesítmény σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
Teljesítmény

Ισχύς◼◼◼

teljesítmény-hő viszony

σχέση ηλεκτρισμού-θερμότητας

Το ιστορικό σας