ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

jogosítvány σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
jogosítvány

άδεια◼◼◼

πιστοποιητικό◼◼◻

άδεια οδήγησης◼◻◻

το δίπλωμα (οδήγησης)

jogosítvány (vezetői engedély)

δίπλωμα οδήγησης

vezetői jogosítvány

άδεια οδήγησης

Το ιστορικό σας