ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

κι σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
αρμυρίκι

tamariska

tamariszkusz

αρνάκι

bárány

αστυνομικίνα

rendőrnő

ατομικισμός

individualizmus

άτομο τρίτης ηλικίας/ηλικιωμένος

idős személy

αυλάκι

csatorna◼◼◼

árok

barázda

barázdál

αυτό το αυτοκίνητο έχει ...;

van az autóban ...?

αυτό το διαμέρισμα ενοικιάζεται

ez a lakás kiadó

αυτοκίνητο

személygépkocsi◼◼◼

gépkocsi◼◼◻

kocsi◼◻◻

vagon◼◻◻

automobil

Αυτοκίνητο

autó◼◼◼

αυτοκίνητο (aftokínito)

kocsi◼◼◼

αυτοκίνητο (το)

autó◼◼◼

αυτοκίνητο ιδιωτικής χρήσεως/Ι.Χ.

magánautó

αυτοκίνητο όχημα/όχημα με κινητήρα

gépjármű

αυτοκινητόδρομος

út◼◼◼

autóút◼◼◻

sztráda

αυτοκινητόδρομος υπερταχείας κυκλοφορίας

autópálya

αυτοκινητόδρομος/λεωφόρος

országút

αυτοκινητόδρομος/οδός ταχείας κυκλοφορίας

autópálya

αϊκίντο

aikidó

βάκιλλος

bacilus

βακκίνιο

lédús

βαμβάκι

pamut◼◼◼

gyapotcserje

pamut/gyapot

Βαμβάκι

Pamut◼◼◼

βαμβάκι (vamváki)

gyapot◼◼◼

Βασίλι Καντίνσκι

Vaszilij Kandinszkij

βασκικά

baszk◼◼◼

βασκική

baszk◼◼◼

βγήκε στην κυκλοφορία, η κίνηση

forgalomba került

78910

Το ιστορικό σας