ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

árok σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
árok

αυλάκι

χαντάκι

χαράκωμα

όρυγμα

Barbárok

Βάρβαροι

eu állampolgárok

πολίτες εε

most járok itt legelőször

δεν έχω ξανάρθει εδώ

sáncárok

τάφρος

τάφρος (táfros)