Hungarian-Greek dictionary »

készlet meaning in Greek

HungarianGreek
készlet

απόθεμα◼◼◼

σύνολο◼◼◼

ζώα◼◼◻

σετ◼◼◻

σχέση◼◼◻

προμήθεια◼◼◻

επιφύλαξη◼◼◻

εφοδιασμός◼◼◻

σειρά◼◼◻

εξοπλισμός◼◻◻

απογραφή◼◻◻

προσφορά◼◻◻

αποθήκη◼◻◻

κατάλογος◼◻◻

υπηρεσία◼◻◻

εμπόρευμα◼◻◻

χαρτόνι◼◻◻

σύνεργα◼◻◻

εξυπηρέτηση◼◻◻

τροφοδοσία◼◻◻

συσκευή◼◻◻

δέκτης◼◻◻

ταχύτητα◼◻◻

κατάστημα

συγκεκριμένος

εφοδιάζω

προμηθεύω

készletezés

αποθεματοποίηση◼◼◼

genetikai készlet

γενετική ομάδα

karakterkészlet

σύνολο χαρακτήρων◼◼◼

pénzkészlet

ως◼◼◼

έως◼◼◻

raktárkészlet

απόθεμα◼◼◼

szókészlet

λεξιλόγιο◼◼◼

vízkészlet

υδατικοί πόροι◼◼◼

árukészlet

απόθεμα◼◼◼

értékkészlet

βεληνεκές

εμβέλεια

étkészlet (tányérok, edények)

πιατικά

ökológiai készletezés

οικολογική απογραφή