Greek | Hungarian |
---|---|
εμπόρευμα | áru◼◼◼ termék◼◼◻ készlet◼◻◻ részvény◼◻◻ termény◼◻◻ származás◼◻◻ termel◼◻◻ |
αναλώσιμο (μη διαρκές) αγαθό (εμπόρευμα) | |
επικίνδυνο εμπόρευμα | |
το εμπόρευμα, (termék) το προϊόν (tsz: προϊόντα) | árú◼◼◼ |
το εμπόρευμα, το προϊόν (tsz: προϊόντα) | termék◼◼◼ |