Greek | Hungarian |
---|---|
πρακτική | gyakorlat◼◼◼ gyakorol◼◼◻ gyakorlás◼◻◻ szokás◼◻◻ |
πρακτική άσκηση προσαρμογής | |
(feladat) η άσκηση, (jártasság) η πείρα, (az elmélet ellentéte, praxis) η πρακτική, η πράξη | |
δασοκομική πρακτική | |
κάνω την πρακτική μου | |
κώδικας πρακτικής |