Hungarian-Greek dictionary »

új meaning in Greek

HungarianGreek
bújik

κρύβω

bújjunk ágyba!

έλα στο κρεβάτι μαζί μου!

bújócska

κρυφτό

Csillagok háborúja

Ο Πόλεμος των Άστρων

elbújik

κρύβομαι (-φτώ)

κρύβω

υποκρύπτω

előbújt a nap

ο ήλιος βγήκε

előfizettem az újságra

γράφτηκα συνδρομητής στην εφημερίδα

erős szél fúj

έχει δυνατό αέρα

felfúj

ανατινάζω

φουσκώνω (-σω)

felfújható

φουσκωτό◼◼◼

felfújás

φούσκωμα◼◼◼

εμφύσηση◼◼◻

πληθωρισμός

felgyújt

πυρσός

felkapcsol, meggyújt

ανάβω

felújít

ανακαινίζω

ανανεώνω (-σω)

felújítás

ανακαίνιση◼◼◼

ανανέωση◼◼◻

αποκατάσταση◼◼◻

εκσυγχρονισμός◼◻◻

επαναφορά

fúj

φύσημα◼◼◼

φυσώ (-άω, ήξω)

fúj a szél

φυσάει

gyújt

ανάβω

ανάβω (anavo)

ανοίγω

gyújtogató

εμπρηστής

πυρομανής

gyújtás

ανάφλεξη◼◼◼

gyújtógyertya

μπουζί◼◼◼

σπινθηριστής◼◻◻

κερί

gyújtópont

σημείο εστίασης

gyújtós

αντιανεμικοί αναπτήρες

gyújtózsinór

θρυαλλίδα◼◼◼

2345