Hungarian-Greek dictionary »

új meaning in Greek

HungarianGreek
új

νέος◼◼◼

νέος (neos) , καινούργιος (kenuryios)◼◼◼

καινούργιος◼◼◼

πρόσφατος◼◼◻

γλυκός◼◻◻

καινούριος◼◻◻

nέο

καινούργιος (-α-ο)

καινούργιος / καινούργια / καινούργιο

καινός

új anyag

νέο υλικό◼◼◼

Új-Brunswick

Νιου Μπράνσγουικ

Új-Dél-Wales

Νέα Νότια Ουαλία

Új-Guinea

Νέα Γουινέα

Új-Kaledónia

Νέα Καληδονία

új közösség

νεοπαγής κοινότητα

új létesítmény

νέα εγκατάσταση◼◼◼

Új-Mexikó

Νέο Μεξικό

Új-Skócia

Νέα Σκωτία

új technológia

νέα τεχνολογία◼◼◼

Új-Zéland

Νέα Ζηλανδία

Νέα Ζηλανδία (Néa Zilandía)

új ár

καινούργια τιμή

új év napja

πρωτοχρονιά

új üzenet

νέο μήνυμα◼◼◼

újabb

νέος◼◼◼

άλλο ένα◼◼◻

καινός

πρόσφατος

τελευταίος

újabban

πρόσφατα◼◼◼

τελευταία◼◼◻

προσφάτως◼◻◻

újból

εκ νέου◼◼◼

πάλι◼◼◻

ξανά◼◻◻

από την αρχή◼◻◻

újbóli betelepítés

επανεισαγωγή

Újdelhi

Νέο Δελχί◼◼◼

Νέο Δελχί (Néo Delhí)◼◼◼

12