Hungarian-Greek dictionary »

új meaning in Greek

HungarianGreek
újdonság

καινοτομία◼◼◼

újfajta

μυθιστόρημα

Újfundland

Νέα Γη

Újfundland és Labrador

Νέα Γη και Λαμπραντόρ

újhagyma

φρέσκο κρεμμύδι

újhold

νέα σελήνη

újjászervezés

αναδιοργάνωση◼◼◼

újjászületés

αναγέννηση◼◼◼

μετενσάρκωση

παλιγγενεσία

újjáépítés

ανασυγκρότηση◼◼◼

ανοικοδόμηση◼◼◻

αποκατάσταση◼◼◻

ανακατασκευή◼◼◻

ανάπλαση◼◻◻

επιδιόρθωση◼◻◻

újkőkor

Νεολιθική

νεολιθικός

újliberalizmus

νεοφιλελευθερισμός

újonc

νεοσύλλεκτος

νεοφώτιστος

στρατολογώ

újra

εκ νέου◼◼◼

πάλι◼◼◻

ξανά◼◻◻

ξανά (xaná)

πάλι (páli)

újra mond, megismétel

ξαναλέω (ξαναπώ)

újraegyesítés

επανένωση◼◼◼

újrafeldolgozás

επανεπεξεργασία◼◼◼

újrahasznosít

ανακυκλώνω

újrahasznosítható anyaggal való építkezés

κατασκευές (δόμηση) με ανακυκλωμένα υλικά

újrahasznosítható műanyag

ανακυκλώσιμο πλαστικό

újrahasznosíthatóság

ανακυκλωσιμότητα◼◼◼

újrahasznosított anyag

ανακυκλωμένο υλικό◼◼◼

újrahasznosított papír

ανακυκλωμένο χαρτί◼◼◼

újrahasznosítás

ανακύκλωση◼◼◼

ανακύκληση

újrahasznosítás-gazdálkodás és hulladéktörvény

νόμοι (νομοθεσία) σχετικά με τη διαχείριση της ανακύκλησης

újrahasznosítási arány

ποσοστό (αναλογία) ανακύκλησης

123