Greek-Hungarian dictionary »

κτήριο meaning in Hungarian

GreekHungarian
κτήριο

építkezés◼◼◼

üreg◼◼◼

építmény

κτήριο μη προοριζόμενο για κατοικία

nem-lakáscélú épület

ανταλλακτήριο συναλλάγματος

pénzváltó◼◼◼

αποστακτήριο

szeszfőzde◼◼◼

βακτήριο

baktérium◼◼◼

baktériumok

βιομηχανική εγκατάσταση (μονάδα) [κτήριο]

üzem◼◼◼

üzem (épület)◼◼◼

βιομηχανικό κτήριο/υπόστεγο

gyárépület

δημόσιο κτήριο

középület

εντευκτήριο

kamra

κυβερνητικό κτήριο (μέγαρο)

kormányzati épület

πράσινο κτήριο

zöld épület

προκατασκευασμένο κτήριο/ΠΡΟΚΑΤ

előregyártott épület