Gréčtina | Maďarčina |
---|---|
κτήριο | építkezés◼◼◼ üreg◼◼◼ |
κτήριο μη προοριζόμενο για κατοικία | |
ανταλλακτήριο συναλλάγματος | pénzváltó◼◼◼ |
αποστακτήριο | szeszfőzde◼◼◼ |
βακτήριο | baktérium◼◼◼ |
βιομηχανική εγκατάσταση (μονάδα) [κτήριο] | üzem◼◼◼ |
βιομηχανικό κτήριο/υπόστεγο | |
δημόσιο κτήριο | |
εντευκτήριο | |
κυβερνητικό κτήριο (μέγαρο) | |
πράσινο κτήριο | |
προκατασκευασμένο κτήριο/ΠΡΟΚΑΤ |